αρθρογράφος

αρθρογράφος
ο, η
συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητάς του: Ο Α είναι ο πολιτικός αρθρογράφος της εφημερίδας…

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρθρογράφος — ο, η συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρο + γραφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Φαρμακίδη] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • αρθρογραφία — η 1. η σύνταξη άρθρων σε εφημερίδα 2. τα άρθρα δημοσιογράφου ή εφημερίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρθρογράφος. Η λ. μαρτυρείται στον Γ. Σουρή] …   Dictionary of Greek

  • αρθρογραφώ — ( έω) [αρθρογράφος] συντάσσω άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά …   Dictionary of Greek

  • θεατρικογράφος — ο ο συντάκτης που δημοσιεύει σε εφημερίδες ή περιοδικά θεατρικές ειδήσεις και εντυπώσεις, καθώς και μικρές κριτικές για θεατρικά έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρικός + γράφος*, κατά τα αρθρογράφος, επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην… …   Dictionary of Greek

  • θεματογράφος — ο 1. αυτός που γράφει θέματα 2. ειρων. επιδεικτικός ή άτεχνος αρθρογράφος ή συγγραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα + γραφος (< γράφω) πρβλ. λεξικο γράφος παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • Ανεμοδουράς, Στέλιος — (Αθήνα 1917 – 2000). Δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός και με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Θάνος Αστρίτης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως δημοσιογράφος και εκδότης. Συγκεκριμένα, συνεργάστηκε με διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Αφσεέγκο, Βασίλι Γρηγορίεβιτς — (1842 1911). Ρώσος λογοτέχνης και κριτικός. Γεννήθηκε και έζησε στην Πετρούπολη, όπου και ανέπτυξε μεγάλη λογοτεχνική δραστηριότητα. Τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του έζησε και στο Κίεβο, όπου σπούδασε φιλολογία. Στο πανεπιστήμιο δίδαξε το… …   Dictionary of Greek

  • Βεργόπουλος, Κωνσταντίνος — (1942 –). Οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στα πανεπιστήμια Αθηνών και Σορβόνης (Παρίσι). Στο γαλλικό πανεπιστήμιο αναγορεύτηκε διδάκτορας των οικονομικών επιστημών. Έγινε καθηγητής της… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Γεώργιος — I (Αθήνα 1886 – 1951). Δημοσιογράφος και εκδότης. Γιος του λογογράφου Άγγελου Βλάχου (βλ. λ.), ασχολήθηκε από νωρίς με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Διαδέχτηκε τον Κίμωνα Μιχαηλίδη ως εκδότης και διευθυντής του δεκαπενθήμερου περιοδικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”